παράλλαγμα

παράλλαγμα
τὸ, Α [παραλλάσσω]
1. παράλλαξη
2. εναλλαγή, ποικιλία, διαφορά
3. απόκλιση από το κανονικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράλλαγμα — alternation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλλαγμα — το αυτός που άλλαξαν τα χαρακτηριστικά του από αρρώστια ή κάκωση, άσχημος, έκτρωμα: Παράλλαγμα τον κατάντησε η αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλλαγμάτων — παράλλαγμα alternation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάγματα — παράλλαγμα alternation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασημάδεμα — ατος, το αλλαγή στα σημάδια, στα σουσούμια, παράλλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”